έκφυση — η (AM ἔκφυσις) εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα αρχ. μσν. στον πληθ. παραφυάδες αρχ. 1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού 2. τρόπος αυξήσεως 3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.) 4. εξόγκωμα 5. οστεώδης προεξοχή 6. βλαστός 7. στον πληθ. ρίζες … Dictionary of Greek
βασιλίσκος — (basiliscus). Ερπετό της οικογένειας των ιγουανιδών, της τάξης των λεπιδωτών, διαδεδομένο στην Κεντρική Αμερική, από τον Παναμά μέχρι το νότιο Μεξικό. Σαυροειδές με ατρακτοειδές σώμα, έχει συνολικό μήκος 70 80 εκ., από τα οποία περίπου τα 2/3… … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
παρέκφυσις — ύσεως, ἡ, Α [έκφυσις] έκφυση κοντά σε κάποια άλλη έκφυση … Dictionary of Greek
σαρκίδιο — το / σαρκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας νεοελλ. 1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση 2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών αρχ. 1. η κλειτορίδα 2. η οπή τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ … Dictionary of Greek
τρίχωση — η / τρίχωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τριχῶ] 1. έκφυση τριχών, τριχοφυΐα 2. τρίχωμα νεοελλ. ιατρ. η παρά φύσιν έκφυση τριχών στον βλεννογόνο τής ουρήθρας ή τής κύστης μσν. αρχ. νόσος που προσβάλλει τα βλέφαρα, τριχίαση αρχ. κόμμωση … Dictionary of Greek
έκφυτος — ἔκφυτος, ον (Α) 1. μτφ. ανάρμοστος, άτοπος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκφυτον ο βλαστός, η έκφυση … Dictionary of Greek
ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών … Dictionary of Greek
γομφιάζω — (Α) [γομφίος] 1. αισθάνομαι πόνο κατά την έκφυση τών γομφίων 2. τρίζω τα δόντια μου 3. πονώ στα δόντια γενικά … Dictionary of Greek
διστοιχίαση — η η έκφυση και δεύτερης σειράς βλεφαρίδων, οι οποίες στρέφονται προς τον οφθαλμό και ερεθίζουν τον επιπεφυκότα … Dictionary of Greek